μπουκαπόρτα — η (λ. βενετ.) 1. η πόρτα στο πάτωμα που οδηγεί σε υπόγειο, η καταπακτή. 2. η μεγάλη πόρτα οχηματαγωγού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… … Dictionary of Greek
καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο … Dictionary of Greek
φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] … Dictionary of Greek
φορτοθυρίδα — η άνοιγμα στα πλευρά πλοίου για τη φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων, η μπουκαπόρτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)