μπουκαπόρτα

μπουκαπόρτα
η
1. καταπακτή, γκλαβανή
2. πόρτα πλοίου η οποία κλείνει ερμητικά και κάνει το πλοίο ή ένα διαμέρισμά του στεγανό
3. άνοιγμα στην πλευρά πλοίου που χρησιμεύει για την παραλαβή φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. boca-porta (< boca < λατ. bucca «στόμα, στόμιο» + porta)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπουκαπόρτα — η (λ. βενετ.) 1. η πόρτα στο πάτωμα που οδηγεί σε υπόγειο, η καταπακτή. 2. η μεγάλη πόρτα οχηματαγωγού πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • καταπακτή — και καταπαχτή, η (Α καταπακτή) νεοελλ. 1. οριζόντια θύρα στο δάπεδο η οποία οδηγεί στο υπόγειο, κν. γκλαβανή 2. ναυτ. η κάθοδος τού πλοίου, κν. μπουκαπόρτα αρχ. (ως επίθ. μόνο στη φρ.) «καταπακτὴ θύρα» η καταπακτή, η οριζόντια θύρα που οδηγεί στο …   Dictionary of Greek

  • φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] …   Dictionary of Greek

  • φορτοθυρίδα — η άνοιγμα στα πλευρά πλοίου για τη φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων, η μπουκαπόρτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”